- λεμφαγγειίτιδα
- ηφλεγμονή τών λεμφαγγείων ως αποτέλεσμα επέκτασης μιας τοπικής οξείας μικροβιακής φλεγμονής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
ιστόπλασμα — το γένος μυκήτων, είδη τού οποίου προκαλούν στον άνθρωπο την ιστοπλάσμωση και στα ζώα την επιζωοτική λεμφαγγειίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. histoplasma < histo (πρβλ. ἱστός) + plasma (πρβλ. πλάσμα)] … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… … Dictionary of Greek